- φαλσέτο
- το, Νμουσ. βλ. φαλτσέτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλτσέτο — και φαλσέτο, το, Ν άκλ. μουσ. η υψηλότερη περιοχή τής ανθρώπινης φωνής, που είναι αντίθετη τής στηθικής φωνής, ψευδοσοπράνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsetto < ιταλ. falso < λατ. falsus «πλαστός, ψευδής»] … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek